- θητικος
- θητικόςθητῐκός31) наемный, батрацкий
(ἔργον, βίος, πλῆθος Arst.)
2) раболепный, низкопоклонный(οἱ κόλακες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔργον, βίος, πλῆθος Arst.)
(οἱ κόλακες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θητικός — θητικός, ή, όν (Α) [θης] 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόν α) οι θήτες*, η τάξη τών θητών β) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτες γ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων 3. όμοιος με θήτα, δουλικός … Dictionary of Greek
θητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικά — θητικός of neut nom/voc/acc pl θητικά̱ , θητικός of fem nom/voc/acc dual θητικά̱ , θητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικωτέρων — θητικός of fem gen comp pl θητικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικῶν — θητικός of fem gen pl θητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικόν — θητικός of masc acc sg θητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικοῖς — θητικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικοί — θητικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικοῦ — θητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικήν — θητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικῶς — θητικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)